-
1 ἰδέα
ἰδέα, ἡ, ion. ἰδέη (ἰδεῖν), Ansehen, Gestalt, übh. die äußere Erscheinung; ἰδέᾳ καλὁν Pind. Ol. 11, 108; τὰ δ' ὄργι' ἐστὶ τίν' ἰδέαν ἔχοντά σοι; Eur. Bacch. 464; πολλάκι γὰρ γνώμην ἐξαπατῶσ' ἰδέαι, der Schein täuscht, Theogn. 128; ἀποσεισάμεναι νέφος ὄμβριον ἀϑανάτας ἰδέας ἐπιδώμεϑα τηλεσκόπῳ ὄμματι γαῖαν Ar. Nubb. 289; τὴν ἰδέαν μοχϑηρός, von abscheulichem Aussehen, Andoc. 1, 100; τὴν ἰδέαν πάνυ καλός Plat. Prot. 315 e; παντοδαπὰ καὶ τὰς ἰδέας καὶ τὰ μεγέϑη Phaed. 109 b; τὰ ὁρώμενα τῆς ἰδέας Charm. 158 a; τῆς γῆς Phaed. 108 d; πλάττε μίαν ἰδέαν ϑηρίου Rep. IX, 588 c; Sp., τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος ἄμεμπτος Plut. Pericl. 3. – Uebh. die Art u. Weise, die Beschaffenheit, das Wesen; ἑτέραν ὕμνων ἰδέαν Ar. Ran. 384; τίς ἰδέα βουλήματος Av. 993; φρέαρ παρέχεται τριφασίας ἰδέας, drei verschiedene Arten von Dingen, Her. 6, 119; ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας, sie hatten zweierlei Meinungen, 6, 100; φυγῆς, πολέμων, Thuc. 1, 109. 3, 112; τῇ αὐτῇ ἰδέᾳ 2, 62; πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες, jede Art u. Weise, jede Maaßregel versuchend, 3, 19; bei Isocr. 4, 7 entspricht διὰ μιᾶς ἰδέας dem τὸν αὐτὸν τρόπον, wie ἰδέαι λόγων den τρόποι, vgl. 7, 34, wo er von σεμνυνόμενοι u. ἀστεῖοι gesprochen u. fortfährt δεῖ δὲ χρῆσϑαι ἀμφοτέραις ταῖς ἰδέαις ταύταις; 3, 44 χρὴ δὲ δοκιμάζειν τὰς ἀρετὰς οὐκ ἐν ταῖς αὐταῖς ἰδέαις ἁπάσας, ἀλλὰ τὴν μὲν δικαιοσύνην ἐν ταῖς ἀπορίαις, τὴν δὲ σωφροσύνην ἐν ταῖς δυναστείαις, in denselben Lebensverhältnissen, Umständen; εἴπερ μέρη τε μὴ ἔχει καὶ μία ἐστὶν ἰδέα Plat. Theaet. 205 d; ἁπλοῦν τε εἶναι καὶ ἥκιστα τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας ἐκβαίνειν Rep. II, 380 d, vgl. Crat. 439 e; im philosophischen Sinne, Urbild, Idee, das gedachte Ding im Ggstz des sinnlich wahrgenommenen, wobei aber immer an eine geistige Gestalt, die der Begriff annimmt u. die für den Geist gewissermaßen sinnlich wahrnehmbar ist, zu denken; ἡ τοῦ ἀγαϑοῦ ἰδέα Rep. III, 505 a, vgl. 508 e; Soph. 253 d μίαν ἰδέαν διὰ πολλῶν πάντη διατεταμένην ἱκανῶς διαισϑάνεται; vgl. Plut. plac. phil. 1, 10.
-
2 αὖος
A dry, a pole,Il.
23.327; αὖα παλαί, περίκηλα, of timber, Od.5.240, cf. Pl.Lg. 761c; αὔην καὶ διερὴν ἀρόων (sc. γῆν) Hes.Op. 460; βόας αὔας shields of ox-hide, Il.12.137, cf. 17.493; so, of hippopotamus' hide, Hdt.2.71; stale,AP
6.105 (Apollonid.); withered, .2 of sound, αὖον ἀϋτεῖν or αὔειν give a dry, rasping sound,κόρυθες δ' ἀμφ' αὖον ἀΰτευν Il.12.160
; αὖον ἄϋσεν [ θώρηξ] 13.441; αὖον δέ μοι οἶκος ἀϋτεῖ prob. in Epic. Oxy. 1794.8.3 αὖον ἀπὸ χλωροῦ τάμνειν, i. e. to cut the nail from the quick, Hes.Op. 743.4 drained dry, exhausted, Alex.158, Theoc.8.48 ([comp] Comp.), prob. in Ant.Lib.24.1.5 thirsty,δίψῃ αὔη IG14.638
([place name] Petelia), cf. GDI 4959a ([place name] Eleutherna), Luc.Luct.8.6 trembling, shivering (like a dry leaf), of the aged, Ar.Lys. 385; esp. of fear,αὖός εἰμι τῷ δέει Men.Epit. 480
, cf.Pk. 163, J.BJ1.19.5: abs., ib.6.4.2, Hld.1.12.7 metaph., 'stony broke', without money, Luc. Tox. 16, DMeretr.14.1, Alciphr.3.70.8 of lit. style, dry,ἰδέα λόγων Philostr.VS1.20.2
.9 αὔη ψυχὴ σοφωτάτη dub. in Heraclit.118. (Cf. Lith. sauũsas 'dry', OE. séar.) -
3 ἐπιβάλλω
I. trans., throw or cast upon, θριξὶ.., ἃς ἐπέβαλλον (sc. πυρί) Il.23.135;ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ Od.14.520
, cf. 4.440; ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ v.l. in Hdt.7.107;φάρη κόραις E.El. 1221
(lyr.); ἐ.τινὰς ἐπὶ ἁμάξας Th.4.48
, cf.Hdt.4.75,5.112; ἐπιβάλλοντας (sc. χοῦν) throwing on more and more, Th.2.76.2. lay on, [ἡμιόνοις] ἐπέβαλλενἱμάσθλην Od.6.320
;ἐ. πληγάς τινι X.Lac.2.8
; Ζεὺς ἐπὶ χεῖρα (lyr.), cf.Ar.Nu. 933 (anap.);ἐ.τὴν χεῖρά τινι Id.Lys. 440
(but τῷ καρπῷ τοῦ νοσοῦντος τὴν χεῖρα, of feeling the pulse, Gal. 18(2).40; soτὴν ἁφήν Id.8.821
, Marcellin. Puls. 119); τὰς χεῖρας τοῖςκατ' Αἴγαιον Plb.3.2.8
;Ῥωμαίοις Id.18.51.8
;ἐπί τινα Ev.Matt.26.50
; impose as a tax tribute,τινί τι Hdt.1.106
, Th.8.108; as a fine or penalty, ζημίην, φυγὴν ἐ. τινί, Hdt.6.92 ([voice] Pass.), 7.3;ἀργύριον Lys.9.6
;ἐπιβολάς Id.20.14
, cf. Arist.Ath.61.2; ([voice] Pass.); inflict, θνατοῖς ἐ. ἀνάλγητα, λύπην, etc., S.Tr. 128 (lyr.), E.Med. 1115 (anap.), etc.3. ἐ. σφρηγῖδα, δακτύλιον, affix a seal, Hdt.3.128, 2.38;σφραγῖδ' ἐπί τι Ar.Av. 559
; σύμβολόν τινι ib. 1215.4. add, contribute, μικρὸν [ἀληθεία] Arist.Metaph. 993b2;ἐ. ἐπὶ τὸ ὕδωρ Thphr.Ign.49
; νέον [φῶς] Pl.Cra. 409b: metaph., throw in, mention, τι dub. in S.El. 1246 (lyr.) (in [voice] Med., "χαίρειν τεοῖς προθύροις ἐπιβάλλομαι Theoc.23.27
); Φαῖστος.. ἐπιβάλλων φησί Sch.Pi.P.4.28: abs., bid higher, Arist.Pol. 1259a14.5. place next in order, Plb.1.26.15.7. let loose,πρόβατα ἐπὶ κνῆκον PRyl.69.6
(i B.C.).8. causal ofἐπιβαίνω A. 111.3
, D.Chr.7.134.II. throw oneself upon, go straight towards, c. acc.,ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν Od.15.297
: later c. dat. loci, Plb.5.18.3, D.S.1.30, Plot.3.7.12, etc.;νήσοις Rhian.39
; εἰς Ιταλίαν, ἐπὶ τὸν τόπον, Plb.2.24.17, 5.6.6, cf. PAmh.2.31.5 (ii B.C.), etc.2. fall upon, ὅπου ἂν ὁ ἥλιος ἐ. Arist. HA 598a3; esp. in hostile sense, set upon, c.dat., ib. 623b1, etc.;τοῖσ' Αρβήλοις D.S.17.64
: abs.,ἐ.ληστρικῷ τρόπῳ PRyl.127.10
(i A.D.); ἐπιβάλλουσαι jostling, trampling, Pl.Phdr. 248a; sens. obsc., Ar.Av. 1216.3. (sc. τὸν νοῦν) set to a thing, devote oneself to it, c. dat., M.Ant.10.30;τοῖς αὐλοῖς D.S.3.59
;τοῖς κοινοῖς πράγμασιν Plu.Cic.4
(in full τὴν διάνοιαν ἐ. πρός τι D.S.20.43): generally, give one's attention to, think on, Ev.Marc. 14.72.b. apprehend, Epicur. Fr. 423; attain by intuition, c.dat., Dam.Pr.54.4. fall in one's way, ὅταν ἐπιβάλλῃ περὶ τῆς τοιαύτηςπολιτείας ἡ σκέψις Arist.Pol. 1266a25
; .5. follow, come next, Plb.11.23.2;τισί Plu.Aem. 33
; ἐφ' ὃν ἐπιβαλὼν ἔφη said thereupon, Plb.1.80.1; interrupt,ἀποκρινομένῳ Thphr.Char.7.2
.6. belong to, fall to the share of, μόριονὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε Hdt.7.23
, cf. Diph.43.16; εἰ μὴ τὸ ὅλον, μέρος γε, ἐπιβάλλει τῆς βλασφημίας ἅπασι D.18.272
;ὅσον ἐπιβάλλει αὐτοῖς Arist.Pol. 1260a19
; ἑκάστῳ τῆς εὐδαιμονίας ἐπιβάλλει τοσοῦτον ὅσονπερ ἀρετῆς ib. 1323b21; τῶν κτημάτων τὸ ἐπιβάλλον (sc. μέρος) the portion that falls to one, Hdt.4.115, cf. LXX To.3.17,6.12; so τὸ ἐ. ἐφ'ἡμᾶς μέρος D.18.254
;τὸ ἐ. μέρος τῆς οὐσίας Ev.Luc.15.12
, cf. PGrenf. 1.33.33 (ii B.C.), etc.; fall due, of payments, PLond.1.3.21 (ii B.C.); τόκον ὃν ἔφη ἐπιβάλλειν αὑτῷ which was payable by him, BCH6.21 (Delos, ii B.C.).b. part. ἐπιβάλλων, in Law, next-of-kin, ὁ ἐ., οἱ ἐ., Leg.Gort.7.36, 11.42, al.7. impers. c. acc. et inf., τοὺς Δελφοὺς δὴ ἐπέβαλλε.. παρασχεῖν it concerned them to provide, Hdt.2.180: or c. dat. et inf.,ἐπιβάλλει τινὶ ποιεῖν τι Chrysipp.Stoic.2.39
,al., Plb.18.51.1;ἐπιβάλλοντος ἡμῖν εὐεργετικοῖς εἶναι Corn.ND15
; κοινῇ πᾶσιν (ii B.C.);καθότι ἐπέβαλλεν ἀνδρὶ καλῷ καὶ ἀγαθῷ IG12(7).231.5
([place name] Amorgos): freq. in part., ἐπιβάλλουσαν ἡγεῖσθαι τὴν στρατείαν τινί incumbent upon.., Teles p.61 H.;τὸ ἐπιβάλλον Cleanth.Stoic.1.128
, Arr.Epict.2.11.3, etc.;τὰς -ούσας τάσεις τῆς φωνῆς Chrysipp.Stoic.2.96
; τὸ τῇ φύσει ἐ. Antip.Stoic.3.255; appropriate, ὑποδοχαί Telesp.41 H.;ἰήματα IG22.1121.15
;ἁρμονία Iamb.Comm.
Math.30; ἡ στέρησις ἐπιβάλλοντός ἐστι παρεῖναι εἴδους τινός a specific form which ought to be present, Plot.1.8.11.8. shut to, close, of the larynx, Arist.PA 664b26.9. in Logic, λόγοι ἐπιβάλλοντες, - όμενοι, overlapping and overlapped, of syllogisms in a sorites, Chrysipp.Stoic.2.85; so of Time,ἐπέβαλε τοῖς χρόνοις Ἰουλιανῷ Eun.VS p.497
B.:—[voice] Med.,γηραιῷ τῷ Κυρηναίῳ ἐπεβάλετο Anon. Intr.Arat. p.326M.
10. in Alchemy, make a `projection' (cf. ἐπιβολή), Syn.Alch.p.68B.III. [voice] Med., mostly like the intr. usages, but also:1. c. gen., throw oneself upon, desire eagerly,ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος Il.6.68
;παρθενίας ἐπιβάλλομαι Sapph.102
;τοῦ εὖ ζῆν ἐπιβάλλονται Arist.Pol. 1258a3
.2. c. acc., put upon oneself, ἐπιβαλλομέναν.. πλόκον ἀνθέων E.Med. 840
; ἐπιβάλλεσθαι put on more wraps, Thphr. Char.2.10 (cf. IV. 1);ὕπνον ἡδὺν -όμενος D.Chr.12.51
: metaph., take possession of,καὶ ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Od.14.209
; αὐθαίρετον δουλείαν ἐπιβαλεῖται will take upon himself, Th.6.40.b. of trees, make fresh growth, Thphr. HP3.5.1.3. c.acc., also, attempt, undertake, , Ti. 48c; : c.inf., Decr. ap. D.18.164, Zeno Stoic.1.68, Plb.1.43.2, etc.: abs., πολλῶν -ημένων though many have made the attempt, Agatharch. 76.4. c. dat., put one's hand to,ἐχέτλῃ AP7.650
(Phal.(?)): metaph., apply or devote oneself to,τόλμῃ καὶ πράξει Plb.5.81.1
;ἐγχειρήματι μεγάλῳ D.H.5.25
, etc.5. arrive at, [ πολίεσσι] Call.Del.68;ὅταν ἐπὶ τοὺς χρόνους ἐπιβαλώμεθα D.S.19.55
.6. ἐπὶ πᾶσι -εβάλοντο brought up the rear, Id.18.33.IV. in [voice] Pass., lie upon, be put upon, ἐπιβεβλημένοι τοξόται archers with their arrows on the string, X.An.4.3.28, cf. 5.2.12; λάσιον ἐπιβεβλημένος having a rough cloak on, Theopomp.Com.36; τὸ ἐν ψύχει κεῖσθαι- ημένον Hp.Epid.2.3.1
, cf. 6.4.14;διφθέραν -ημένη D.Chr.5.25
.2. to be set over,ὁ τελώνης ὁ ἐπιβεβλημένος τῷ Ζεύγματι Philostr. VA1.20
.3. Rhet., ornate (v. ἐπιβολή), ἰδέα λόγων οὔτ' ἐπιβεβλημένηοὔτ' αὖος Id.VS1.20.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβάλλω
-
4 εἶδος
A that which is seen: form, shape, freq. in Hom., of the human form or figure, esp. abs. in acc. with Adjs., εἶδος ἄριστος, ἀγητός, κακός, Il.3.39,5.787, 10.316;ἀλίγκιος ἀθανάτοισιν Od.8.174
; opp. φρένες, 17.454; opp. βίη, Il.21.316; δευτέρα πεδ' Ἀγιδὼν τὸ εἶ. Alcm.23.58; , etc.; appearance, of a dog, Od.17.308;ὄφιες ποικίλοι τὰ εἴδεα Hdt.3.107
;εἴδεα [τῶν θεῶν] σημήναντες Id.2.53
;γυνὴ τό γ' εἶδος Ar.Th. 267
: hence, periphr. for person, S.El. 1177;τὸ ἐπ' εἴδει καλόν Pl.Smp. 210b
.b esp. of beauty of person, comeliness,εἴδεος ἐπαμμένος Hdt.1.199
;πλούτῳ καὶ εἴδει προφέρων Id.6.127
.c Medic., physique, habit of body, constitution, Hp.Nat.Hom.9, Hum.1: more freq. in pl., Id.Aër.3, al.; εἴδεα εὔχροά τε καὶ ἀνθηρά ib.5.2 generally, shape,σχῆμα καὶ εἶδος Id.Off.3
, cf. Mochl.6, etc.; pattern, of 'figurate' numbers, Arist. Ph. 203a15;ἡ μονὰς εἶδος εἰδῶν τυγχάνει Theol.Ar.4
, cf. 17; decorative pattern or figure, Plu. Them.29 (pl.); of a musical scale,τοῦ διὰ τεσσάρων τρία εἰδη Aristox.Harm.p.74
M. (identified with σχῆμα, ibid.): in pl., shapes, i.e. various kinds of atoms (cf. ἰδέα), Democr. ap. Thphr. Sens.51.b Geom., δύο εἴδη τῷ εἴδει δεδομένα two figures given in species, Euc.Dat.53, etc.; esp. in central conics, rectangle formed by a transverse diameter and the corresponding parameter, Apollon.Perg. Con.1.14,21, al.; also, species of numbers, of the terms in an algebraical expression involving different powers of the unknown quantity, Dioph.Def.11.II form, kind, or nature,τῶν ἀλλέων παιγνιέων τὰ εἴδεα Hdt.1.94
;τὸ εἶ. τῆς νόσου Th.2.50
, etc.; ἐν ἁρμονίας εἴδει εἶναι, γενέσθαι, to be or become like.., Pl.Phd. 91d, cf. Cra. 394d; ὡς ἐν φαρμάκου εἴδει by way of medicine, Id.R. 389b; νόμων ἔχει εἶδος is in the province of law, Arist.Pol. 1286a3; situation, state of things,σκέψασθε ἐν οἵῳ εἴδει.. τοῦτο ἔπραξαν Th.3.62
; plan of action, policy,ἐπὶ εἶδος τρέπεσθαι Id.6.77
, 8.56; ἐπ' ἄλλ' εἶδος τρέπεσθαι take up another line, Ar.Pl. 317; specific notion, meaning, idea,ἂν παρέχῃ τὸ ἓν εἶ. δύο ὀνόματα.., περὶ ἑνὸς εἴδεος δύο ὀνόματα οὐ τὰ αὐτά Aen.Tact.24.1
; department, Hp.VM12 (but also, elementary nature or quality, ib. 15); type, sort,πυρετῶν Id.Epid.3.12
;αὐγῆς Id.Off.3
, etc.: Rhet., style of writing,τὰ εἴδη τῶν λόγων Isoc.13.17
, cf. Arist.Rh.Al. 1441b9 (pl.); later, definite literary form, Men.Rh.init., Procl.Chrest. p.243 W., EM295.52; also, example of a style,ὅλοις εἴδεσι Isoc.15.74
; later, single poem, applied to Pindar's odes by Sch.; also, written statement,ἀναγνωσθέντος εἴδους PAmh.2.65.11
(ii A.D.), cf. PTeb.287.12 (ii A.D.).III class, kind,πᾶν τὸ τῶν πίστεων εἶδος Isoc.15.280
, cf. D.24.192: freq. in Pl., περὶ παντὸς τοῦ εἴδους.. ἐν ᾧ .. Tht. 178a; ἑνὶ εἴδει περιλαβεῖν ib. 148d; εἰς ταὐτὸν ἐμπέπτωκεν εἶδος ib. 205d, etc.; logical species, Sph. 235d;ἓν εἶδος ἀποχωρίζειν Plt. 262e
; τὰς διαφορὰς ὁπόσαιπερ ἐν εἴδεσι κεῖνται, ib. 285b, al., cf. Arist.Metaph. 1057b7, al., Cat. 2b7; as a subdivision of γένος, Id.Rh. 1393a27; ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ γένους πεύκη, εἴδει διαφέρουσα, Dsc.1.69.3 form, opp. matter ([etym.] ὕλη), Id.Ph. 187a18, al., Metaph. 1029a29: hence, formal cause, essence, ib. 1032b1, etc.IV in later Gr., wares of different kinds, goods, POxy.109.1 (iii/iv A.D.), PFay.34.7 (ii A.D.): hence, payments in kind, opp. χρυσίον, Just.Nov.17.8, cf. Cod.Just.1.4.18, al.; spices, Lyd.Mag.3.61; groceries, Anon.post Max.p.120 L.; εἶ. ἰατρικόν drug, Hsch. s.v. νίτρον, cf. Hippiatr.129.54 and v. ἑξάειδος, τετράειδος, τρίειδος; of a chemical reagent, Zos.Alch.p.205 B. -
5 πολύμορφος
πολύ-μορφος, ον,A multiform, manifold, Hp.Aër.12;π. τοῖς σχήμασιν Arist.PA 646b32
: [comp] Comp., ib. 656a4: [comp] Sup., Id.HA 606b18;π. λόγων ἰδέα Him.Or.34.4
. Adv.- φως D.S.2.52
.II of persons, versatile, Ph.2.47;π. βίος Id.1.565
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύμορφος
-
6 προηχέω
A cause to resound before, τινος Pratin.Lyr.1.11(cj.);ἡ τοιαύτη ἰδέα τῶν προοιμίων εὐγένειαν π. τῶν λόγων Philostr.VS1
Praef., cf. Them.Or.16.201d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προηχέω
См. также в других словарях:
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
αυτοδιοίκηση — Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
TUBA — Tyrrhenorum inventum, Plin. l. 7. c. 56. a tubo, seu canali, quem refert, dicta, priscis Graecis ignota fuit. Unde illos, Tubarum locô, conchis uti consuevisse, legimus, apud Hesychium, Κόχλοις τοῖς ςθαλαττίοις ἐχρῶντο, πρὸ τῆς τῶ σαλπίγγων… … Hofmann J. Lexicon universale